ἀλλόφατος

ἀλλόφατος
ἀλλό-φᾰτος, ον, (v. φόνος)
A slain by others, AB386, Hsch.
II φαίνομαι) = ἀλλοφανής, Nic. Th.148.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αλλόφατος — ἀλλόφατος, ον (Α) αλλοφανής*, διαφορετικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + φατος «φαίνομαι] …   Dictionary of Greek

  • ἀλλόφατον — ἀλλόφατος slain by others masc/fem acc sg ἀλλόφατος slain by others neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοφάτοις — ἀλλόφατος slain by others masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλλο- — Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με τη λ. άλλος. Το αλλο ως α συνθετικό δηλώνει συνήθως τη σημασία τού «διαφορετικός, αλλιώτικος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”